- τρεμοφέγγισμα
- το, Ν [τρεμοφέγγω]το να φέγγει κάτι με τρεμουλιαστή φλόγα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρεμοφέγγισμα — το, ατος φωτισμός με τρεμάμενο φως: Τρεμοφέγγισμα των άστρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)